- πλήξιππος
- και δωρ. τ. πλάξιππος, -ον, Ααυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι- τού πλήσσω* (πρβλ. πλήξις) + ίππος (πρβλ. κρύψ-ιππος)].
Dictionary of Greek. 2013.